προκαταλέγομαι

προκαταλέγομαι
Α
1. περιγράφομαι εκ τών προτέρων («ἐούσης τῆς ἄλλης τῆς προκαταλεχθείσης Λιβύης ψιλῆς», Ηρόδ.)
2. προμνημονεύομαι («ἡ προκατειλεγμένη σύνταξις», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταλέγω (ΙΙ) «διηγούμαι, ιστορώ, καταγράφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προκαταλέγει — προκαταλέγομαι to be described beforehand pres ind mp 2nd sg προκαταλέγομαι to be described beforehand pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατέλεξαν — προκαταλέγομαι to be described beforehand aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατέλεξας — προκαταλέγομαι to be described beforehand aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατέλεξε — προκαταλέγομαι to be described beforehand aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”